ἀναμιγνύει

ἀναμιγνύει
ἀναμῑγνύει , ἀναμίγνυμι
mix up
pres ind mp 2nd sg
ἀναμῑγνύει , ἀναμίγνυμι
mix up
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μίκτης — και μείκτης, ο, θηλ. μίκτρια και μείκτρια 1. αυτός που αναμιγνύει, που ανακατεύει 2. ηλεκτρονική συσκευή πολλαπλής χρήσης για την παρασκευή διαφόρων φαγητών ή γλυκισμάτων, το μίξερ 3. (ραδιοηλεκτρ.) διάταξη που χρησιμοποιείται στους ραδιοφωνικούς …   Dictionary of Greek

  • κοινισμός — κοινισμός, ὁ (Α) η ανάμιξη διαφόρων διαλέκτων, το να αναμιγνύει κάποιος στη γραφή ή στον λόγο διάφορες διαλέκτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός (πρβλ. φρ. κοινή διάλεκτος) + ισμός (πρβλ. εθνικ ισμός, ψιμυθ ισμός)] …   Dictionary of Greek

  • μιξίας — μιξίας, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αναμιγνύει, που ανακατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + κατάλ. ίας] …   Dictionary of Greek

  • μιξοφυσίτης — μιξοφυσίτης, ὁ (Μ) (για τον Σεβήρο τον αιρετικό) αυτός που αναμιγνύει τις δύο φύσεις τού Χριστού, τη θεία και την ανθρώπινη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + φυσίτης (< φύσις), πρβλ. μονο φυσίτης] …   Dictionary of Greek

  • μιργάβωρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λυκόφως». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιης ετυμολ. λακωνική γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Αν είναι σύνθ. λ., το β συνθετικό θα μπορούσε να αναχθεί στη λ. ἠώς / ἕως (< ᾱFως) «φως, αυγή». Ως α συνθετικό το θ. μισγ τού… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλισμός — ο, Ν 1. η ενέργεια τού στροβιλίζω, ταχεία και συνεχής περιστροφή, περιδίνηση 2. (ιδίως για χορό) αδιάκοπο στριφογύρισμα 3. φυσ. αναταραχή στη μάζα κινούμενου αέρα 4. γεωλ. κίνηση τών μορίων ενός υδάτινου ρεύματος, τα οποία δεν ακολουθούν… …   Dictionary of Greek

  • τεχνητός — ή, ό / τεχνητός, ή, όν, ΝΜΑ [τεχνῶμαι] αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.) νεοελλ. 1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • τοξικοφάγος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που αναμιγνύει στις τροφές του τοξικές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ιω. Γ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • υδρομ(ε)ίκτης — ὁ, Μ 1. αυτός που αναμιγνύει κρασί με νερό, που νερώνει το κρασί 2. συνεκδ. αυτός που εξαπατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μ(ε)ίκτης (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. αιμο μείκτης] …   Dictionary of Greek

  • Μόντριαν, Πέτερ Κορνέλις — (Peter Cornelis Mondrian ή Mondriaan, Άμερσφορτ 1872 – Νέα Υόρκη 1944). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία 20 ετών παρά τη θέληση του πατέρα του που επιθυμούσε να γίνει δάσκαλος, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”